- παλκοσένικο
- το1. το σανίδωμα τής σκηνής τού θεάτρου2. η σκηνή τού θεάτρου3. η τέχνη και το επάγγελμα τού θεάτρου4. φρ. «βγήκα στο παλκοσένικο» — έγινα ηθοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. palco scenico «πάτωμα σκηνής, σκηνικό»].
Dictionary of Greek. 2013.