παλκοσένικο

παλκοσένικο
το
1. το σανίδωμα τής σκηνής τού θεάτρου
2. η σκηνή τού θεάτρου
3. η τέχνη και το επάγγελμα τού θεάτρου
4. φρ. «βγήκα στο παλκοσένικο» — έγινα ηθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. palco scenico «πάτωμα σκηνής, σκηνικό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλκοσένικο — το (λ. ιταλ.), η σκηνή του θεάτρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”